- ξεροστάλιασμα
- το [ξεροσταλιάζω]το να ξεροσταλιάζει κανείς, πολύωρη ορθοστασία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεροστάλιασμα — το, ατος 1. πολύωρη αναμονή στο ίδιο μέρος. 2. έντονη επιθυμία, πόθος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)